υδροπονία

υδροπονία
η, Ν
σύστημα καλλιέργειας τών φυτών κατά το οποίο αυτά αναπτύσσονται έχοντας βυθισμένες τις ρίζες τους μέσα σε νερό στο οποίο έχουν διαλυθεί θρεπτικά άλατα, χωρίς να γίνεται χρήση τού εδάφους, αλλ. υδροπονική καλλιέργεια ή ανεδαφική καλλιέργεια ή υδατοκαλλιέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + -πονία (< -πόνος < πόνος «κόπος»), πρβλ. γεω-πονία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υδροπονικός — ή, ό, Ν [υδροπονία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροπονία 2. φρ. «υδροπονική καλλιέργεια» η υδροπονία …   Dictionary of Greek

  • υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… …   Dictionary of Greek

  • υδροκαλλιέργεια — η, Ν η υδροπονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + καλλιέργεια] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”